myrtle$51445$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

myrtle$51445$ - translation to ελληνικό

SPECIES OF PLANT
Myrtle Beech; Myrtle beech; Tiger Myrtle; Tiger myrtle; Lophozonia cunninghamii
  • left
  • left
  • Young ''N. cunninghamii'' in takayna/Tarkine
  • Range according to Atlas of Living Australia
  • 279x279px

myrtle      
n. μυρσίνη, μυρτιά

Ορισμός

myrtle
¦ noun
1. an evergreen shrub with glossy aromatic foliage and white flowers followed by purple-black oval berries. [Myrtus communis.]
2. N. Amer. the lesser periwinkle. [Vinca minor.]
Origin
ME: from med. L. myrtilla, myrtillus, dimin. of L. myrta, myrtus, from Gk murtos.

Βικιπαίδεια

Nothofagus cunninghamii

Nothofagus cunninghamii, commonly known as myrtle beech or Tasmanian myrtle, is the dominant species of cool temperate rainforests in Tasmania and Southern Victoria. It has low fire resistance and grows best in partial shade conditions.

It has rough bark covered in mosses and epiphytic growth. Its leaves are triangular-shaped, small, and dark green with differentiated margins. It has white unisexual flowers.